- μπάμια
- η бот. бамья
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μπάμια — Ποώδες φυτό της οικογένειας των μαλαχιδών ή μαλβιδών (δικοτυλήδονα), άγνωστης καταγωγής. Η επιστημονική ονομασία του είναι ιβίσκος ο εδώδιμος (βλ. λ. ιβίσκος). Συναντάται ημιαυτοφυής στις παραμεσόγειες χώρες. Φτάνει σε ύψος το 0,50 – 1,50 μ.,… … Dictionary of Greek
μπάμια — η (λ. τουρκ.), το ετήσιο ποώδες φυτό Iβίσκος ο εδώδιμος και ο πρασινωπός καρπός του: Οι μπάμιες που μαγείρεψα ήταν πολύ τρυφερές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Casse-langue — Virelangue Un virelangue (ou casse langue ou fourchelangue) est une locution (ou une phrase ou un petit groupe de phrases) à caractère ludique, caractérisée par sa difficulté de prononciation ou de compréhension orale, voire des deux à la fois.… … Wikipédia en Français
Casse langue — Virelangue Un virelangue (ou casse langue ou fourchelangue) est une locution (ou une phrase ou un petit groupe de phrases) à caractère ludique, caractérisée par sa difficulté de prononciation ou de compréhension orale, voire des deux à la fois.… … Wikipédia en Français
Virelangue — Un virelangue (ou casse langue ou fourchelangue) est une locution (ou une phrase ou un petit groupe de phrases) à caractère ludique, caractérisée par sa difficulté de prononciation ou de compréhension orale, voire des deux à la fois. On parle… … Wikipédia en Français
ιβίσκος — (Hibiscus). Γένος φυτών της οικογένειας των μαλαχιδών (δικοτυλήδονα). Μερικά είδη κατάγονται από την Ανατολή, ενώ άλλα από τη βόρεια Αφρική. Τα φύλλα του είναι κατ’ εναλλαγή, λοβώδη, παλαμόνευρα, έμμισχα. Τα άνθη έχουν πέντε πέταλα. Αυτά… … Dictionary of Greek
μπάμιας — ο (για πρόσωπα) (με ειρωνική σημ.) άνοστος, σαλιάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μπάμια με αλλαγή γένους] … Dictionary of Greek
μαλαχίδες ή μαλβίδες — (malvaceae). Οικογένεια δικοτυλήδονων φυτών της τάξης των μαλαχωδών, η οποία αποτελείται από 80 γένη και 1.000 περίπου είδη παγκοσμίως. Περιλαμβάνει μονοετείς έως πολυετείς πόες, θάμνους και μικρά δέντρα, με κατ’ εναλλαγή, παλαμοειδώς έλλοβα και… … Dictionary of Greek
bamă — BÁMĂ, bame, s.f. Plantă leguminoasă cu fructe păroase de culoare verde, comestibile (Hibiscus esculentus); p. restr. fructul acestei plante. – Din tc. bamya, bamye. cf. bg. b a m i a. Trimis de paula, 17.03.2002. Sursa: DEX 98 bámă s. f., g. d … Dicționar Român